- συμπαιγνία
- συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνίαfem nom/voc/acc dualσυμπαιγνίᾱ , συμπαιγνίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαιγνία — η τέχνασμα μετά συνεννόηση δύο ή περισσότερων ατόμων για εξαπάτηση κάποιου: Αποκαλύφτηκε η συμπαιγνία τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαιγνία — η, ΝΑ τέχνασμα που καταστρώνεται κρυφά από δύο ή περισσότερα άτομα με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνηση ενός τρίτου, σκευωρία νεοελλ. φρ. «εκ συμπαιγνίας» με δόλο, απατηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παιγνία «το παιχνίδι, η παιδιά» (<… … Dictionary of Greek
συμπαιγμός — ὁ, Α [συμπαίζω] συμπαιγνία … Dictionary of Greek